- χαρτοκλέφτης
- ο , χαρτοκλέφτρα η карт, шулер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοκλέφτης — ο θηλ. χαρτοκλέφτρα και χαρτοκλεφτρού αυτός που κλέβει στα χαρτιά, αυτός που παίζει όχι έντιμα στα χαρτιά: Είναι ικανός χαρτοκλέφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοκλέφτης — και λόγ. τ. χαρτοκλέπτης, ο, θηλ. χαρτοκλέφτρα και χαρτοκλεφτρού, Ν αυτός που κλέβει σε παιχνίδι με χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + κλέφτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρτοκλέπται, μαρτυρείται από το 1826 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
χαρτοκλέπτης — ο, Ν βλ. χαρτοκλέφτης … Dictionary of Greek
χαρτοκλέβω — είμαι χαρτοκλέφτης, κλέβω στα χαρτιά: Δεν τον παίζουμε στη λέσχη μας, γιατί χαρτοκλέβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)